μεταφορικός

μεταφορικός
μεταφορ-ικός, ή, όν,
A apt at metaphors, Id.Po.1459a6, Fr.70.
II metaphorical, Phld.Po.2.55, Porph.in Cat.58.37. Adv. [suff] μεταφορ-κῶς Phld.Mus.p.30 K., Placit.1.19.1, Erot. s.v. νεφέλαι, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεταφορικός — apt at metaphors masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφορικός — ή, ό (Α μεταφορικός, ή, όν) [μεταφορά] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στη μεταφορά ή αυτός που προσιδιάζει στη μεταφορά («μεταφορικό μέσο») 2. γραμμ. αυτός που εκφράζεται με μεταφορά, ο αλληγορικός («μεταφορική σημασία») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • μεταφορικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη μεταφορά: Μεταφορικό γραφείο. 2. (γραμμ.), αυτός που αποδίδεται με μεταφορά, παραβολή ή παρομοίωση: Μερικές φράσεις έχουν μεταφορική έννοια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταφορικά — μεταφορικός apt at metaphors neut nom/voc/acc pl μεταφορικά̱ , μεταφορικός apt at metaphors fem nom/voc/acc dual μεταφορικά̱ , μεταφορικός apt at metaphors fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφορικώτερον — μεταφορικός apt at metaphors adverbial comp μεταφορικός apt at metaphors masc acc comp sg μεταφορικός apt at metaphors neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφορικῶν — μεταφορικός apt at metaphors fem gen pl μεταφορικός apt at metaphors masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφορικόν — μεταφορικός apt at metaphors masc acc sg μεταφορικός apt at metaphors neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφορικαῖς — μεταφορικός apt at metaphors fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφορικαί — μεταφορικός apt at metaphors fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφορικοῖς — μεταφορικός apt at metaphors masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφορικοῦ — μεταφορικός apt at metaphors masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”